ραζακί — ραζακί, το και ροζακί, το ποικιλία σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροζακί — το, Ν βλ. ραζακί … Dictionary of Greek
σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… … Dictionary of Greek
razachie — RAZACHÍE s.f. Varietate de viţă de vie care dă struguri cu boabe mari, lunguieţe şi foarte cărnoase. – Din tc. razakı, ngr. razakí. Trimis de LauraGellner, 03.07.2004. Sursa: DEX 98 RAZACHÍE s. (bot.) ţâţa vacii. (razachie este o specie de… … Dicționar Român
ροζακί — το ιού, και ραζακί, το ποικιλία σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)